σκληρότης

σκληρότης
4643 σκληρότης
{сущ., 1}
жесткость, твердость; перен. упорство, упрямство (Рим. 2:5).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκληρότης" в других словарях:

  • σκληρότης — hardness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληροτήτων — σκληρότης hardness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησι — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότησιν — σκληρότης hardness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — σκληρότης hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητας — σκληρότης hardness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητες — σκληρότης hardness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητι — σκληρότης hardness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητος — σκληρότης hardness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • ожещениѥ — ОЖЕЩЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. ожестити: ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь наши(х). ˫ако навѣтникъ и чюжии. ѥже ѥ||сть гордыи. и в помыслѣ(х) не милу˫а… ли на ѹстремлени˫а попирани˫а и погублени˫а. ли ожещениѥ невспрѧновени˫а. ли въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»